- ντουλαμάς
- οβλ. ντολαμάς.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τουλαμάς — και ντουλαμάς, ο, Ν ο ντολαμάς. [ΕΤΥΜΟΛ. Ἀλλος τ. τής λ. ντουλαμάς (βλ. λ. ντολαμάς)] … Dictionary of Greek
ντολαμάς — και ντουλαμάς και δουλαμάς, ο ένδυμα μακρύ και ανοιχτό στο μπροστινό μέρος που δένεται με ζώνη και το οποίο χρησιμεύει ως επανωφόρι τής στολής φουστανελοφόρου και ως επιχιτώνιο ευζώνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. dolama. Βλ. και ντολμάν] … Dictionary of Greek
dulamă — DULÁMĂ, dulame, s.f. 1. Haină ţărănească lungă (şi îmblănită), făcută din postav gros. ♦ Haină lungă purtată în trecut de negustori, preoţi etc. 2. Haină de ceremonie purtată de domni şi de boieri, făcută din stofă scumpă, adesea împodobită cu… … Dicționar Român